Verb Morphology Drill - First Aorists (Regular)
Choose the correct Greek equivalent:
-
he loosened
-
ἔλυσα
-
ἔλυσαν
-
ἔλυσε
-
they ransomed
-
ἐλύσατο
-
ἐλύσαντο
-
ἔλυσαν
-
ransom! (pl.)
-
λύσασθε
-
λύσασθαι
-
λύσαντα
-
order! (s.)
-
κελεύσας
-
κέλευσαν
-
κέλευσον
-
to persuade
-
πεῖσαν
-
πεῖσαι
-
πείσασθαι
-
(The man) upon harming (X ...)
-
βλάψας
-
βλάψαν
-
βλάψασα
-
do! (s.)
-
πράξατε
-
πράξαν
-
πράξον
-
I loved
-
ἐφίλησαν
-
ἐφίλησα
-
ἐφίλησας
-
you (pl.) were at a loss
-
ἠπορήσατε
-
ἠπορήσαμεν
-
ἠπορήσασθε
-
(The woman) upon receiving (X ...)
-
δεξάμενον
-
δεξάμενα
-
δεξαμένη
-
to love
-
φιλήσας
-
φιλῆσαι
-
φίλησαν
-
she led
-
ἡγήσατο
-
ἡγήσαντο
-
ἡγήσω
-
you (s.) feared
-
ἔδεισαν
-
ἔδεισα
-
ἔδεισας
-
they honored
-
ἐτίμησας
-
έτίμησαν
-
ἐτίμησα
-
honor! (pl.)
-
τιμήσατε
-
τιμήσασθαι
-
τίμησαν
-
(The people) having brought (X ... )
-
κομίσασαν
-
κομίσαντος
-
κομίσαντες
-
we sent
-
ἔπεμψα
-
ἐπέμψαμεν
-
ἐπέμψατε
-
to guard
-
φύλαξαι
-
φύλαξαν
-
φυλάξασα
-
I showed
-
ἐδήλωσε
-
ἐδήλωσαν
-
ἐδήλωσα
-
you (pl.) rowed
-
ἤρεσαν
-
ἠρέσατε
-
ἠρέσαμεν
-
to anoint
-
ἄλειψαι
-
ἀλείψατε
-
ἀλείψασθαι
-
he persuaded (X)
-
ἔπεισα
-
ἔπεισαν
-
ἔπεισεν
-
we led
-
ἡγήσασθε
-
ἡγησάμεθα
-
ἡγήσω
-
send! (s.)
-
πέμψον
-
πέμψας
-
πέμψαν
-
she feared
-
ἔδεισα
-
ἐδείσας
-
ἔδεισε
-
to receive
-
δεξάμεναι
-
δέξασθαι
-
δέξαι